καλοβάζω

καλοβάζω
καλόβαλα, καλοβάλθηκα, καλοβαλμένος, τοποθετώ κάτι καλά στη θέση του, το τακτοποιώ: Τα έπιπλα είναι καλοβαλμένα μέσα στους χώρους του σπιτιού.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καλοβάζω — 1. τακτοποιώ κάτι καλά, βάζω κάτι στην κατάλληλη θέση 2. φορώ κάτι με τον πιο καλό ή πιο κομψό τρόπο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”